- κρῑθοφυλακία
- κρῑθο-φυλακία, ἡ Aufsicht über die Ausfuhr der Gerste
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κριθοφυλακία — κριθοφυλακίᾱ , κριθοφυλακία office of controller of export of barley fem nom/voc/acc dual κριθοφυλακίᾱ , κριθοφυλακία office of controller of export of barley fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριθοφυλακία — κριθοφυλακία, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀρχὴ ἐπὶ τῆς ἐξαγωγῆς τῆς κριθῆς». [ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + φυλάκια (< φύλαξ), πρβλ. βιβλιο φυλακία, νυχτο φυλακία] … Dictionary of Greek
κριθή — ή (AM κριθή, ή, Α επικ. τ. και κρῑ, τὸ) 1. φυτό δημητριακό, εδώδιμο, βιομηχανικό και κτηνοτροφικό, που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια τών αγρωστωδών, το κριθάρι 2. ο καρπός τού φυτού αυτού («οἴνω δ ἐκ κριθέων πεποιημένῳ… … Dictionary of Greek